- ἀγορανομῶν
- ἀγορανομέωto bepres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀγορανόμων — ἀγορανόμος clerk of the market masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγορανόμιον — ἀγορανόμιον και αγορανομείον / ἀγορανομεῑον, το (Α) [ἀγορανόμος] 1. αρχείο ή δικαστήριο τών αγορανόμων «ἀναγραψάντων ἅ τε χρὴ ποιεῑν καὶ ἃ μὴ καὶ πρόσθεν τοῡ ἀγορανομίου θέντων ἐν στήλῃ» (Πλάτων Νόμοι 917e) 2. τα συμβολαιογραφικά τέλη (σε… … Dictionary of Greek
πεδιανόμος — ὁ, Α (στη Σπάρτη) άρχοντας με ετήσια θητεία και με καθήκοντα ανάλογα με τα καθήκοντα τών αγορανόμων τής υπόλοιπης Ελλάδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεδίον + νόμος*] … Dictionary of Greek
φυλακτήριος — ία, ον, ΜΑ [φυλακτήρ] 1. αυτός που χρησιμεύει για φύλαξη, για προστασία (α. «τοῑς περὶ τὰ τοιαῡτα φυλακτηρίοις τε καὶ ἐπιστάταις ὀργάνων», Πλάτ. β. «φυλακτήριος τῶν συνειληφυιῶν», Διοσκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φυλακτήριον α) μέσο προστασίας,… … Dictionary of Greek